-
1 ὄϊς
ὄϊς (ovis), ὁ, ἡ, att. οἶς, gen. ὄϊος, att. οἰός, auch schon Hom. Il. 12, 451 Od. 21, 408, wie im gen. plur. οἰῶν, Il. 3, 198 Od. 14, 100, acc. ὄϊν, οἶν, οἴεσι, 11, 386, gew. bei Hom. ὀΐεσσι, auch ὄεσσι, Il. 6, 25. 11, 106 Od. 9, 418, ὄϊας, zsgzgn ὄϊς, Hom., Hes. O. 777, att. οἶς, – das Schaaf, sowohl das männliche als das weibliche; doch wird das männliche, der Schaafbock, gew. ausdrücklich bezeichnet durch ἄρσην, wie das weibliche durch ὄϊς ϑῆλυς, Il. 10, 216 Od. 10, 527; häufiger ist aber, wo der Unterschied nicht besonders hervorgehoben werden soll, das fem.; so auch bei den Tragg. u. in Prosa; τὸ κάταγμα τῆς οἰός, Soph. Trach. 696. – [Οι in οἰός ist verkürzt von Mnesim. bei Ath. IX, 403 (v. 47).]
-
2 οις
I.οἰός, эп.-ион. ὄϊς, gen. ὄϊος ὅ и ἥ (dat. οἰΐ, acc. οἶν - эп. ὄῑν; dual.: οἶε, οἰοῖν; pl.: nom. οἶες - эп. ὄϊες, gen. οἰῶν - эп. ὀΐων, dat. οἰσί - эп. ὀΐεσσι, οἴεσσι и ὄεσσι, acc. οἶς - эп. ὄῑς) баран (тж. οἶ. ἄρσην или ἀρνειός Hom.), овца (тж. οἶ. θῆλυς Hom.)τὸ κάταγμα τῆς οἰός Soph. — овечья шерсть
II.III.ὁ и ἥ эп.-ион. = οἶς См. οις -
3 κάτ-αγμα
κάτ-αγμα, τό, Il ἰκατάγνυμι), der Bruch, Diosc. u. a. sp. Med., ion. κάτηγμα, Hippocr. – 2) ( κατάγω) die zum Spinnen fertig gemachte, gekrempelte Wolle, VLL. erkl. ἐρίου κατάσπασμα; Soph. τί γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰὸς ἐς μέσην φλόγα, übh. Wolle, Trach. 692; vgl. Ar. Lys. 583; Philyll. Poll. 7, 29; Plat. Polit. 282 e τῶν περὶ ξαντικὴν ἔργων μηκυνϑέν τε καὶ σχὸν πλάτος λέγομεν εἶναι κάταγμά τι.
См. также в других словарях:
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek